εκλέπτυνση

εκλέπτυνση
η
1. το να καταστεί κάτι λεπτότερο
2. ελάττωση τού πάχους
3. φρ. «εκλέπτυνση τρόπων, διαγωγής, συμπεριφοράς κ.λπ.» — η μεταβολή προς το καλύτερο και λεπτότερο, πιο πολιτισμένο ή περίτεχνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκλέπτυνση — η η ελάττωση του βάρους ενός σώματος, αδυνάτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • ίσχνανση — η (Μ ἴσχνανσις) [ισχναίνω] νεοελλ. φυσιολογική ελάττωση τού λίπους που είναι αποθηκευμένο στο σώμα τών ανθρώπων ή τών ζώων μσν. εκλέπτυνση …   Dictionary of Greek

  • αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα …   Dictionary of Greek

  • λέπτυνση — η (AM λέπτυνσις, εως, ιων. γεν. ιος) [λεπτύνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λεπτύνω, εκλέπτυνση («η λέπτυνση τού σύρματος») 2. αδυνάτισμα, εξασθένιση, απίσχνανση …   Dictionary of Greek

  • λειάνεμα — το [λειανεύω] το αποτέλεσμα τού λειανεύω, εκλέπτυνση …   Dictionary of Greek

  • λεπτυσμός — λεπτυσμός, ὁ (Α) [λεπτύνω] 1. το αποτέλεσμα τού λεπταίνω, η λέπτυνση, η εκλέπτυνση, η απίσχνανση 2. (για στρατιωτ. μονάδα ή σχηματισμό) αραίωση («λεπτυσμός ὅταν τὸ βάθος τῆς φάλαγγος συναιρῆται καὶ ἀντὶ τῶν ιστ ἀνδρῶν ἐλάττους γένωνται», Αιλιαν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”